- στρατοκράτης
- ο, Ναυτός που κυβερνά με τη βοήθεια τού στρατού ή αυτός που υποστηρίζει την ανάμιξη τού στρατού στην πολιτική ζωή μιας χώρας, μιλιταριστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -κράτης (< κράτος), πρβλ. τρομο-κράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.